- πλευστικός
- πλευσ-τικός, ή, όν,A fit or favourable for sailing,
οὖρος Theoc.13.52
. Adv.-κῶς, ἔχειν Arist.Mete.359a10
.II given to seafaring, Vett.Val.18.17.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οὖρος Theoc.13.52
. Adv.-κῶς, ἔχειν Arist.Mete.359a10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλευστικός — fit masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευστικός — ή, όν, Α 1. κατάλληλος για πλεύση, ούριος («πλευστικὸς οὖρος», θεόκρ.) 2. αυτός που επιδίδεται στην πλεύση, που ταξιδεύει συχνά. επίρρ... πλευστικῶς με ευνοϊκό άνεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλευσ τού πλέω* (πρβλ. αορ. έ πλευσ α, πλεύσ ις)] … Dictionary of Greek
πλευστικά — πλευστικός fit neut nom/voc/acc pl πλευστικά̱ , πλευστικός fit fem nom/voc/acc dual πλευστικά̱ , πλευστικός fit fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευστικῶν — πλευστικός fit fem gen pl πλευστικός fit masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευστικόν — πλευστικός fit masc acc sg πλευστικός fit neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευστικοῖς — πλευστικός fit masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευστικοί — πλευστικός fit masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευστικοῦ — πλευστικός fit masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευστικῇ — πλευστικός fit fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευστική — πλευστικός fit fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευστικῶς — πλευστικός fit adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)